διάβορος: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάβορος''': -ον, ([[βιβρώσκω]]) ὁ διαβιβρώσκων, κατατρώγων, [[νόσος]] Σοφ. Τρ. 1084. Φ. 7 (ἴδε [[καταστάζω]] Ι. 2). 2) παθητ., διαβρωθείς, καταφαγωθείς, καταναλωθείς, φθαρείς, ὁ αὐτ. Τρ. 676. Ἡ [[λέξις]] προπαροξύνεται καὶ ἐπὶ ἐνεργείας καὶ ἐπὶ πάθους. | |lstext='''διάβορος''': -ον, ([[βιβρώσκω]]) ὁ διαβιβρώσκων, κατατρώγων, [[νόσος]] Σοφ. Τρ. 1084. Φ. 7 (ἴδε [[καταστάζω]] Ι. 2). 2) παθητ., διαβρωθείς, καταφαγωθείς, καταναλωθείς, φθαρείς, ὁ αὐτ. Τρ. 676. Ἡ [[λέξις]] προπαροξύνεται καὶ ἐπὶ ἐνεργείας καὶ ἐπὶ πάθους. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />dévoré ; anéanti.<br />'''Étymologie:''' cf. [[διαβόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
διάβορος: -ον, (βιβρώσκω) ὁ διαβιβρώσκων, κατατρώγων, νόσος Σοφ. Τρ. 1084. Φ. 7 (ἴδε καταστάζω Ι. 2). 2) παθητ., διαβρωθείς, καταφαγωθείς, καταναλωθείς, φθαρείς, ὁ αὐτ. Τρ. 676. Ἡ λέξις προπαροξύνεται καὶ ἐπὶ ἐνεργείας καὶ ἐπὶ πάθους.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dévoré ; anéanti.
Étymologie: cf. διαβόρος.