νήστευμα: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(6_22)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νήστευμα''': τρυφηλόν, [[νηστεία]] [[πλήρης]] τρυφῶν, Εὐστ. Θεσ. Πονημ. σ. 129, 22, ἔκδ. Taf.
|lstext='''νήστευμα''': τρυφηλόν, [[νηστεία]] [[πλήρης]] τρυφῶν, Εὐστ. Θεσ. Πονημ. σ. 129, 22, ἔκδ. Taf.
}}
{{grml
|mltxt=[[νήστευμα]], τὸ (Μ) [[νηστεύω]]<br />η [[νηστεία]].
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νήστευμα: τρυφηλόν, νηστεία πλήρης τρυφῶν, Εὐστ. Θεσ. Πονημ. σ. 129, 22, ἔκδ. Taf.

Greek Monolingual

νήστευμα, τὸ (Μ) νηστεύω
η νηστεία.