νήστευμα

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek (Liddell-Scott)

νήστευμα: τρυφηλόν, νηστεία πλήρης τρυφῶν, Εὐστ. Θεσ. Πονημ. σ. 129, 22, ἔκδ. Taf.

Greek Monolingual

νήστευμα, τὸ (Μ) νηστεύω
η νηστεία.