κρυψίπτερος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
(6_17)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρυψίπτερος''': -ον, ἔχων κεκρυμμένας, κεκαλυμμένας τὰς πτέρυγας, Φιλῆς π. Ζώων ἰδιότ. 67. 15.
|lstext='''κρυψίπτερος''': -ον, ἔχων κεκρυμμένας, κεκαλυμμένας τὰς πτέρυγας, Φιλῆς π. Ζώων ἰδιότ. 67. 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρυψίπτερος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει κρυμμένα, καλυμμένα τα φτερά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρυψι</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρυπτ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερασί</i>-<i>πτερος</i>, <i>τανυσί</i>-<i>πτερος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κρυψίπτερος: -ον, ἔχων κεκρυμμένας, κεκαλυμμένας τὰς πτέρυγας, Φιλῆς π. Ζώων ἰδιότ. 67. 15.

Greek Monolingual

κρυψίπτερος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κρυμμένα, καλυμμένα τα φτερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ερασί-πτερος, τανυσί-πτερος].