ταχύνους: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(6_19)
 
(40)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταχύνους''': ουν, ὁ ταχὺν ἔχων νοῦν, ἀγχίνους, ὀξύνους, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 1923β.
|lstext='''ταχύνους''': ουν, ὁ ταχὺν ἔχων νοῦν, ἀγχίνους, ὀξύνους, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 1923β.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΑ<br />[[οξύνους]], αυτός που έχει κοφτερό [[μυαλό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ταχύνους: ουν, ὁ ταχὺν ἔχων νοῦν, ἀγχίνους, ὀξύνους, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 1923β.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ
οξύνους, αυτός που έχει κοφτερό μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -νους (< νοῦς), πρβλ. βραδύ-νους].