ταχύνους

From LSJ

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266

Greek (Liddell-Scott)

ταχύνους: ουν, ὁ ταχὺν ἔχων νοῦν, ἀγχίνους, ὀξύνους, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 1923β.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ
οξύνους, αυτός που έχει κοφτερό μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -νους (< νοῦς), πρβλ. βραδύνους].

German (Pape)

zusammengezogen aus ταχύνοος.