ὑπερσιτίζω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(6_22)
(43)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερσῑτίζω''': ὑπερμέτρως [[τρώγω]], Φιλοστράτ. Γυμναστ. σ. 8, 12. Kays, ἀλλ’ ὁ Cobet διώρθωσεν ὑπερσιτήσαντες.
|lstext='''ὑπερσῑτίζω''': ὑπερμέτρως [[τρώγω]], Φιλοστράτ. Γυμναστ. σ. 8, 12. Kays, ἀλλ’ ὁ Cobet διώρθωσεν ὑπερσιτήσαντες.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑπερσιτίζω]] ΝΑ [[σιτίζω]]<br />[[υποβάλλω]] κάποιον σε υπερσιτισμό, τον [[τρέφω]] υπερβολικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>υπερσιτίζομαι</i><br />[[τρώω]] περισσότερο από ό,τι [[πρέπει]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ενεργ. ως αμτβ.) [[τρώω]] πολύ, παρατρώω.
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερσῑτίζω Medium diacritics: ὑπερσιτίζω Low diacritics: υπερσιτίζω Capitals: ΥΠΕΡΣΙΤΙΖΩ
Transliteration A: hypersitízō Transliteration B: hypersitizō Transliteration C: ypersitizo Beta Code: u(persiti/zw

English (LSJ)

   A eat largely, Philostr.Gym.48 codd. (-σιτήσ- Cobet).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερσῑτίζω: ὑπερμέτρως τρώγω, Φιλοστράτ. Γυμναστ. σ. 8, 12. Kays, ἀλλ’ ὁ Cobet διώρθωσεν ὑπερσιτήσαντες.

Greek Monolingual

ὑπερσιτίζω ΝΑ σιτίζω
υποβάλλω κάποιον σε υπερσιτισμό, τον τρέφω υπερβολικά
νεοελλ.
μέσ. υπερσιτίζομαι
τρώω περισσότερο από ό,τι πρέπει
αρχ.
(το ενεργ. ως αμτβ.) τρώω πολύ, παρατρώω.