σωφρονητικός: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωφρονητικός''': -ή, -όν, ἴδε [[σωφρονικός]].
|lstext='''σωφρονητικός''': -ή, -όν, ἴδε [[σωφρονικός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[σωφρονικός]].<br />'''Étymologie:''' [[σωφρονέω]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1062] ή, όν, = σωφρονικός; τὸ σωφρ. im Ggstz von ὑβριστικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5, = σωφροσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονητικός: -ή, -όν, ἴδε σωφρονικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. σωφρονικός.
Étymologie: σωφρονέω.