δοκιμαστήριον: Difference between revisions
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
(6_21) |
(big3_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δοκιμαστήριον''': τό, [[μέσον]] πρὸς δοκιμήν ἢ ἐξέτασιν, Κωμ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 4. 335. | |lstext='''δοκιμαστήριον''': τό, [[μέσον]] πρὸς δοκιμήν ἢ ἐξέτασιν, Κωμ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 4. 335. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[prueba]], [[medios de prueba]] χωρισμὸς φίλων δ. φιλίας Men.<i>Mon</i>.834, δ. τῶν μύρων dicho de la nariz, Artem.4.27, τούτῳ δοκιμαστηρίῳ χρώμενος τῶν εὐφυῶν καὶ ἀφυῶν Arr.<i>Epict</i>.3.6.10, πῦρ ... δ. τῶν ἁμαρτωλῶν <i>T.Abr</i>.A 12.10.<br /><b class="num">2</b> [[tribunal]] πάντως ... πρὸς δ. ἧκον Lib.<i>Decl</i>.1.102 (cód.), glos. a κριτήριον Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 21 August 2017
English (LSJ)
τό,
A test, means of trial, Men. Mon.537, Arr.Epict.3.6.10; μύρων, of the nose, Artem.4.27.
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμαστήριον: τό, μέσον πρὸς δοκιμήν ἢ ἐξέτασιν, Κωμ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 4. 335.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 prueba, medios de prueba χωρισμὸς φίλων δ. φιλίας Men.Mon.834, δ. τῶν μύρων dicho de la nariz, Artem.4.27, τούτῳ δοκιμαστηρίῳ χρώμενος τῶν εὐφυῶν καὶ ἀφυῶν Arr.Epict.3.6.10, πῦρ ... δ. τῶν ἁμαρτωλῶν T.Abr.A 12.10.
2 tribunal πάντως ... πρὸς δ. ἧκον Lib.Decl.1.102 (cód.), glos. a κριτήριον Hsch.