λογόμιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(6_17)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λογόμῑμος''': -ον, μιμούμενος λόγους ἢ λέξεις, ἢ μιμούμενος διὰ λέξεων, Ἀθήν. 19C.
|lstext='''λογόμῑμος''': -ον, μιμούμενος λόγους ἢ λέξεις, ἢ μιμούμενος διὰ λέξεων, Ἀθήν. 19C.
}}
{{grml
|mltxt=[[λογόμιμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που μιμείται λέξεις ή λόγους ή αυτός που μιμείται με λέξεις, [[συγγραφέας]] ή [[ηθοποιός]] μίμων που μιλούν.
}}
}}

Revision as of 07:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογόμῑμος Medium diacritics: λογόμιμος Low diacritics: λογόμιμος Capitals: ΛΟΓΟΜΙΜΟΣ
Transliteration A: logómimos Transliteration B: logomimos Transliteration C: logomimos Beta Code: logo/mimos

English (LSJ)

ὁ,

   A writer or actor of spoken mimes, Hegesand.13.

Greek (Liddell-Scott)

λογόμῑμος: -ον, μιμούμενος λόγους ἢ λέξεις, ἢ μιμούμενος διὰ λέξεων, Ἀθήν. 19C.

Greek Monolingual

λογόμιμος, ὁ (Α)
αυτός που μιμείται λέξεις ή λόγους ή αυτός που μιμείται με λέξεις, συγγραφέας ή ηθοποιός μίμων που μιλούν.