ἰσορροπία: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσορροπία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν ἴσην ῥοπὴν ἢ κλίσιν πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, Πλάτ. Φαίδ. 109Α.
|lstext='''ἰσορροπία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν ἴσην ῥοπὴν ἢ κλίσιν πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, Πλάτ. Φαίδ. 109Α.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />équilibre.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόρροπος]].
}}
}}