3,276,901
edits
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />équilibre.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόρροπος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />équilibre.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόρροπος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἰσορροπία]]) [[ισόρροπος]]<br />η [[κατάσταση]] δυνάμεων ίσης και αντίθετης ροπής, [[επομένως]] δυνάμεων που εξουδετερώνονται αμοιβαία («[[ισορροπία]] έλξης και αντίστασης»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] του σώματος στο οποίο ενεργούν δυνάμεις που εξουδετερώνονται μοιβαία («[[ισορροπία]] ζυγού»)<br /><b>2.</b> η [[στάση]] του σώματος με [[στήριξη]] στο ένα [[πόδι]], στα χέρια ή στο [[κεφάλι]]<br /><b>3.</b> [[ισότητα]] δύο ή περισσότερων αντίθετων τάσεων ή ομοειδών ποσοτήτων (α. «[[ισορροπία]] [[πολιτική]]» β. «[[ισορροπία]] οικονομική»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ισορροπία]] διανοητική» — [[υγιής]] διανοητική [[κατάσταση]]. | |||
}} | }} |