Anonymous

ἰσορροπία: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />équilibre.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόρροπος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />équilibre.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόρροπος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἰσορροπία]]) [[ισόρροπος]]<br />η [[κατάσταση]] δυνάμεων ίσης και αντίθετης ροπής, [[επομένως]] δυνάμεων που εξουδετερώνονται αμοιβαία («[[ισορροπία]] έλξης και αντίστασης»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] του σώματος στο οποίο ενεργούν δυνάμεις που εξουδετερώνονται μοιβαία («[[ισορροπία]] ζυγού»)<br /><b>2.</b> η [[στάση]] του σώματος με [[στήριξη]] στο ένα [[πόδι]], στα χέρια ή στο [[κεφάλι]]<br /><b>3.</b> [[ισότητα]] δύο ή περισσότερων αντίθετων τάσεων ή ομοειδών ποσοτήτων (α. «[[ισορροπία]] [[πολιτική]]» β. «[[ισορροπία]] οικονομική»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ισορροπία]] διανοητική» — [[υγιής]] διανοητική [[κατάσταση]].
}}
}}