κακοδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(6_14)
 
(18)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακοδιδάσκαλος''': ὁ, [[διδάσκαλος]] τοῦ κακοῦ, Ψευδο-Κλήμ. Ρ. 1457D.
|lstext='''κακοδιδάσκαλος''': ὁ, [[διδάσκαλος]] τοῦ κακοῦ, Ψευδο-Κλήμ. Ρ. 1457D.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοδιδάσκαλος]], ὁ (Α)<br />ο [[διδάσκαλος]] του κακού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[διδάσκαλος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:20, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κακοδιδάσκαλος: ὁ, διδάσκαλος τοῦ κακοῦ, Ψευδο-Κλήμ. Ρ. 1457D.

Greek Monolingual

κακοδιδάσκαλος, ὁ (Α)
ο διδάσκαλος του κακού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + διδάσκαλος.