μακρόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
(6_17)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακρόπτερος''': -ον, ὁ ἔχων μακρὰς πτέρυγας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 2.
|lstext='''μακρόπτερος''': -ον, ὁ ἔχων μακρὰς πτέρυγας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόπτερος]], -ον)<br />αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή [[μακριά]] πτερύγια.
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόπτερος Medium diacritics: μακρόπτερος Low diacritics: μακρόπτερος Capitals: ΜΑΚΡΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: makrópteros Transliteration B: makropteros Transliteration C: makropteros Beta Code: makro/pteros

English (LSJ)

ον,

   A long-winged, Arist.PA644a20.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόπτερος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰς πτέρυγας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακρόπτερος, -ον)
αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή μακριά πτερύγια.