διάκομμα: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(6_22) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάκομμα''': τό, πληγὴ ἐκ κοψίματος, Ἱππ. Προρρ. 100. | |lstext='''διάκομμα''': τό, πληγὴ ἐκ κοψίματος, Ἱππ. Προρρ. 100. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> medic. [[corte]], [[herida]] Hp.<i>Prorrh</i>.2.15, Gal.12.816.<br /><b class="num">2</b> [[brecha]], [[abertura]] en un canal de irrigación τὰ διακόμματα τῆς ... [[διώρυγος]] <i>PPetr</i>.3.38(a).2.19 (III a.C.), διὰ τὸ μὴ ἐπικεχῶσθαι τὰ διακόμματα <i>PPetr</i>.2.37.1b.14 (III a.C.), τὰ διακόμματα παλαιῶν χωμάτων <i>PPetr</i>.3.45.2.4 (III a.C.), cf. <i>PTeb</i>.781.14 (II a.C.), <i>Ostr</i>.1025 (ptol.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A cut, gash, Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816. II breach in an embankment, PPetr.3p.80, al.
Greek (Liddell-Scott)
διάκομμα: τό, πληγὴ ἐκ κοψίματος, Ἱππ. Προρρ. 100.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 medic. corte, herida Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816.
2 brecha, abertura en un canal de irrigación τὰ διακόμματα τῆς ... διώρυγος PPetr.3.38(a).2.19 (III a.C.), διὰ τὸ μὴ ἐπικεχῶσθαι τὰ διακόμματα PPetr.2.37.1b.14 (III a.C.), τὰ διακόμματα παλαιῶν χωμάτων PPetr.3.45.2.4 (III a.C.), cf. PTeb.781.14 (II a.C.), Ostr.1025 (ptol.).