3,274,916
edits
(6_6) |
(18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακοχρήσμων''': Δωρ. -χράσμων, ον, ([[χράομαι]]) μεθ’ οὗ δυσκόλως δύναταί τις νὰ συζῇ, [[δύστροπος]], ἢ κατ’ ἄλλους, ἄπορος, κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος, «ἢ ὁ [[ταῦρος]], ὁ τοῦ Λαμπριάδου [[δηλονότι]]... ἀντὶ τοῦ κακὸς εἰς τὸ χρῆσθαι αὐτῷ τινα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 4. 22· ἀλλ’ ὁ Meineke διορθοῖ: [[κακοφράδμων]] ἐκ τοῦ Κώδικος Harl., παρατηρῶν ὅτι ὁ Θεόκριτος μεταχειρίζεται τοὺς τύπους χρῆσθαι καὶ [[χρῆμα]], κτλ., οὐχὶ δὲ χρᾶσθαι καὶ χρᾶμα. | |lstext='''κακοχρήσμων''': Δωρ. -χράσμων, ον, ([[χράομαι]]) μεθ’ οὗ δυσκόλως δύναταί τις νὰ συζῇ, [[δύστροπος]], ἢ κατ’ ἄλλους, ἄπορος, κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος, «ἢ ὁ [[ταῦρος]], ὁ τοῦ Λαμπριάδου [[δηλονότι]]... ἀντὶ τοῦ κακὸς εἰς τὸ χρῆσθαι αὐτῷ τινα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 4. 22· ἀλλ’ ὁ Meineke διορθοῖ: [[κακοφράδμων]] ἐκ τοῦ Κώδικος Harl., παρατηρῶν ὅτι ὁ Θεόκριτος μεταχειρίζεται τοὺς τύπους χρῆσθαι καὶ [[χρῆμα]], κτλ., οὐχὶ δὲ χρᾶσθαι καὶ χρᾶμα. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακοχρήσμων]], -ον και δωρ. τ. [[κακοχράσμων]], -ον (Α)<br />(πιθ. εσφ. αν. [[αντί]] [[κακοφράδμων]]) αυτός με τον οποίο δύσκολα μπορεί να συζεί [[κανείς]], [[δύστροπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρήσμων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρῶμαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λοξο</i>-<i>χρήσμων</i>]. | |||
}} | }} |