Anonymous

κακοχρήσμων: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοχρήσμων]], -ον και δωρ. τ. [[κακοχράσμων]], -ον (Α)<br />(πιθ. εσφ. αν. [[αντί]] [[κακοφράδμων]]) αυτός με τον οποίο δύσκολα μπορεί να συζεί [[κανείς]], [[δύστροπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρήσμων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρῶμαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λοξο</i>-<i>χρήσμων</i>].
|mltxt=[[κακοχρήσμων]], -ον και δωρ. τ. [[κακοχράσμων]], -ον (Α)<br />(πιθ. εσφ. αν. [[αντί]] [[κακοφράδμων]]) αυτός με τον οποίο δύσκολα μπορεί να συζεί [[κανείς]], [[δύστροπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρήσμων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρῶμαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λοξο</i>-<i>χρήσμων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοχρήσμων:''' Δωρ. -χράσμων, -ον ([[χράομαι]]), [[δύσκολος]], [[δύστροπος]] στη [[συγκατοίκηση]], [[αφόρητος]] στη [[συμβίωση]], σε Θεόκρ.
}}
}}