τιμόθεος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(41) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῑμόθεος''': -ον, ὁ τὸν Θεὸν τιμῶν· ἀλλ’ εὕρηται μόνον ὡς κύριον [[ὄνομα]], Ἀριστοφ. Πλ. 180, κλπ. | |lstext='''τῑμόθεος''': -ον, ὁ τὸν Θεὸν τιμῶν· ἀλλ’ εὕρηται μόνον ὡς κύριον [[ὄνομα]], Ἀριστοφ. Πλ. 180, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τιμά τον θεό<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] το αρσ. ως κύριο όν.) <i>Τιμόθεος</i><br />[[διθυραμβοποιός]] και [[μουσικός]] καταγόμενος από τη Μίλητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> [[θεός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:53, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1116] Gott ehrend, wohl nur nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμόθεος: -ον, ὁ τὸν Θεὸν τιμῶν· ἀλλ’ εὕρηται μόνον ὡς κύριον ὄνομα, Ἀριστοφ. Πλ. 180, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που τιμά τον θεό
2. (κυρίως το αρσ. ως κύριο όν.) Τιμόθεος
διθυραμβοποιός και μουσικός καταγόμενος από τη Μίλητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + θεός.