σημειοσκόπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist
(6_15) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σημειοσκόπος''': ὁ, ὁ παρατηρῶν καὶ ἐξετάζων σημεῖα, οἰωνούς, [[μάντις]], [[οἰωνοσκόπος]], Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - σκοπία, ἡ, μαντικά, Τζέτζ. | |lstext='''σημειοσκόπος''': ὁ, ὁ παρατηρῶν καὶ ἐξετάζων σημεῖα, οἰωνούς, [[μάντις]], [[οἰωνοσκόπος]], Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - σκοπία, ἡ, μαντικά, Τζέτζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που εξετάζει και ερμηνεύει τα [[σημεία]], [[οιωνοσκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημεῖον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A one who observes omens, diviner, Al. 1 Ki. 28.3,9.
Greek (Liddell-Scott)
σημειοσκόπος: ὁ, ὁ παρατηρῶν καὶ ἐξετάζων σημεῖα, οἰωνούς, μάντις, οἰωνοσκόπος, Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - σκοπία, ἡ, μαντικά, Τζέτζ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που εξετάζει και ερμηνεύει τα σημεία, οιωνοσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος].