λιμφός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6_23) |
(23) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λιμφός''': λιμφεύω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς λιμβ-, Ἡσύχ. | |lstext='''λιμφός''': λιμφεύω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς λιμβ-, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιμφός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[συκοφάντης]], ἤ μηνυτὴς παρανόμων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι παλαιότερες απόψεις [[κατά]] τις οποίες η λ. συνδέεται με τα [[ἀλείφω]], [[λίπος]] ή με [[μέσο]] άνω γερμ. <i>slimp</i> «[[λοξά]]» δεν [[είναι]] αποδεκτές]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 48] ὁ, erkl. Hesych. συκοφάντης u. φειδωλός.
Greek (Liddell-Scott)
λιμφός: λιμφεύω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς λιμβ-, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λιμφός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «συκοφάντης, ἤ μηνυτὴς παρανόμων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι παλαιότερες απόψεις κατά τις οποίες η λ. συνδέεται με τα ἀλείφω, λίπος ή με μέσο άνω γερμ. slimp «λοξά» δεν είναι αποδεκτές].