καπνιστικός: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(6_11) |
(19) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καπνιστικός''': -ή, -όν, καλὸς πρὸς [[κάπνισμα]], Γαλην. 14. 501, 8. | |lstext='''καπνιστικός''': -ή, -όν, καλὸς πρὸς [[κάπνισμα]], Γαλην. 14. 501, 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καπνιστικός]], -ή, -όν) [[καπνίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνιστή ή στο [[κάπνισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[κάπνισμα]] τροφίμων. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:38, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1323] zum Räuchern tauglich, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
καπνιστικός: -ή, -όν, καλὸς πρὸς κάπνισμα, Γαλην. 14. 501, 8.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καπνιστικός, -ή, -όν) καπνίζω
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνιστή ή στο κάπνισμα
αρχ.
κατάλληλος για κάπνισμα τροφίμων.