καπνιστικός

From LSJ

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421

German (Pape)

[Seite 1323] zum Räuchern tauglich, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

καπνιστικός: -ή, -όν, καλὸς πρὸς κάπνισμα, Γαλην. 14. 501, 8.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α καπνιστικός, -ή, -όν) καπνίζω
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνιστή ή στο κάπνισμα
αρχ.
κατάλληλος για κάπνισμα τροφίμων.