ἀμφικνέφαλλος: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(6_9) |
(big3_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφικνέφαλλος''': ἢ ἀμφικνέφαλος, ον, ἐπὶ κλίνης ἐχούσης προσκεφάλαια [[ἑκατέρωθεν]], πιθαν. γραφ. ἀντὶ [[ἀμφικέφαλος]] ΙΙ. | |lstext='''ἀμφικνέφαλλος''': ἢ ἀμφικνέφαλος, ον, ἐπὶ κλίνης ἐχούσης προσκεφάλαια [[ἑκατέρωθεν]], πιθαν. γραφ. ἀντὶ [[ἀμφικέφαλος]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=ἀμφικνέφαλος v. [[ἀμφικέφαλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A with cushions at both ends, v. ἀμφικέφαλος 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικνέφαλλος: ἢ ἀμφικνέφαλος, ον, ἐπὶ κλίνης ἐχούσης προσκεφάλαια ἑκατέρωθεν, πιθαν. γραφ. ἀντὶ ἀμφικέφαλος ΙΙ.
Spanish (DGE)
ἀμφικνέφαλος v. ἀμφικέφαλος.