νευροβάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_19)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευροβάτης''': -ου, ὁ, [[σχοινοβάτης]]· ἴδε Δουκαγγ. παράρτημ., Ἐτυμολ. Γουδ. σ. 345, 52.
|lstext='''νευροβάτης''': -ου, ὁ, [[σχοινοβάτης]]· ἴδε Δουκαγγ. παράρτημ., Ἐτυμολ. Γουδ. σ. 345, 52.
}}
{{grml
|mltxt=[[νευροβάτης]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που βαδίζει [[πάνω]] στο [[σχοινί]], [[σχοινοβάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιχνο</i>-[[βάτης]], <i>καρκινο</i>-[[βάτης]].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευροβάτης Medium diacritics: νευροβάτης Low diacritics: νευροβάτης Capitals: ΝΕΥΡΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: neurobátēs Transliteration B: neurobatēs Transliteration C: nevrovatis Beta Code: neuroba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A rope-dancer, Rhetor.in Cat.Cod.Astr.8(4).213, Et.Gud.345.52: in Lat. form, Vopisc.Carin.19, Firm.Math.8.17.4.

Greek (Liddell-Scott)

νευροβάτης: -ου, ὁ, σχοινοβάτης· ἴδε Δουκαγγ. παράρτημ., Ἐτυμολ. Γουδ. σ. 345, 52.

Greek Monolingual

νευροβάτης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που βαδίζει πάνω στο σχοινί, σχοινοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ιχνο-βάτης, καρκινο-βάτης.