συνευφραίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
(6_20) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνευφραίνομαι''': Παθ., εὐφραίνομαι [[ὁμοῦ]], «μὴ αὐτῶν ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] εὐφραινομένων, ἀλλ’ ἐχόντων καὶ τοὺς συνευφραινομένους» Διον. Ἁλ. Ρητ. 2. 5· τινι, μετά τινος, Ἡρῳδιαν. 2. 8. | |lstext='''συνευφραίνομαι''': Παθ., εὐφραίνομαι [[ὁμοῦ]], «μὴ αὐτῶν ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] εὐφραινομένων, ἀλλ’ ἐχόντων καὶ τοὺς συνευφραινομένους» Διον. Ἁλ. Ρητ. 2. 5· τινι, μετά τινος, Ἡρῳδιαν. 2. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[εὐφραίνομαι]]<br />ευφραίνομαι κι εγώ [[μαζί]] με άλλον. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass.,
A rejoice together, D.H.Rh.2.5, Ph.1.405; μετὰ γυναικός LXX Pr.5.18; τινι with one, D.18.217, Hdn.2.8.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνευφραίνομαι: Παθ., εὐφραίνομαι ὁμοῦ, «μὴ αὐτῶν ἀφ’ ἑαυτοῦ εὐφραινομένων, ἀλλ’ ἐχόντων καὶ τοὺς συνευφραινομένους» Διον. Ἁλ. Ρητ. 2. 5· τινι, μετά τινος, Ἡρῳδιαν. 2. 8.
Greek Monolingual
ΜΑ εὐφραίνομαι
ευφραίνομαι κι εγώ μαζί με άλλον.