νεοκατασκεύαστος: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(6_18) |
(26) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεοκατασκεύαστος''': -ον, ὁ νεωστὶ κατασκευασθείς, τὰ νεοκατασκεύαστα (τῶν ἱματίων) Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 60, 34· «νεοκατασκεύαστον μύλην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 646, κτλ. | |lstext='''νεοκατασκεύαστος''': -ον, ὁ νεωστὶ κατασκευασθείς, τὰ νεοκατασκεύαστα (τῶν ἱματίων) Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 60, 34· «νεοκατασκεύαστον μύλην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 646, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[νεοκατασκεύαστος]], -ον)<br />αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διορίστηκε πρόσφατα. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A newly made, Sch.Ar. V.646, Sch.A.R.1.775, Sch.S.Tr.1277.
Greek (Liddell-Scott)
νεοκατασκεύαστος: -ον, ὁ νεωστὶ κατασκευασθείς, τὰ νεοκατασκεύαστα (τῶν ἱματίων) Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 60, 34· «νεοκατασκεύαστον μύλην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 646, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α νεοκατασκεύαστος, -ον)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα
αρχ.
αυτός που διορίστηκε πρόσφατα.