ἀδιοργάνωτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
(6_18) |
(big3_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιοργάνωτος''': -ον, ὁ μὴ διωργανωμένος, διαμεμορφωμένος, ὁ ἔχων κακὰ ὄργανα, Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 17. | |lstext='''ἀδιοργάνωτος''': -ον, ὁ μὴ διωργανωμένος, διαμεμορφωμένος, ὁ ἔχων κακὰ ὄργανα, Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 17. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no organizado]] Iambl.<i>VP</i> 73.<br /><b class="num">2</b> [[desprovisto de órganos]] τὸ ἔμψυχον διαιρεῖται εἰς διωργανωμένον σῶμα καὶ ἀδιοργάνωτον Elias <i>in Porph</i>.65.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:47, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unorganized, Iamb.VP17.73.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιοργάνωτος: -ον, ὁ μὴ διωργανωμένος, διαμεμορφωμένος, ὁ ἔχων κακὰ ὄργανα, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 17.
Spanish (DGE)
-ον
1 no organizado Iambl.VP 73.
2 desprovisto de órganos τὸ ἔμψυχον διαιρεῖται εἰς διωργανωμένον σῶμα καὶ ἀδιοργάνωτον Elias in Porph.65.5.