ἰαμβέλεγος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(6_14)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰαμβέλεγος''': ὁ, [[στίχος]] [[ἀσυνάρτητος]], συνιστάμενος ἐκ τοῦ πρώτου μέρους ἰαμβικοῦ τριμέτρου ἀκολουθουμένου ὑπὸ τοῦ δευτέρου [[ἡμίσεος]] ἐλεγειακοῦ πενταμέτρου, Ἡφαιστ. 15. 5.
|lstext='''ἰαμβέλεγος''': ὁ, [[στίχος]] [[ἀσυνάρτητος]], συνιστάμενος ἐκ τοῦ πρώτου μέρους ἰαμβικοῦ τριμέτρου ἀκολουθουμένου ὑπὸ τοῦ δευτέρου [[ἡμίσεος]] ἐλεγειακοῦ πενταμέτρου, Ἡφαιστ. 15. 5.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰαμβέλεγος:''' ὁ ямбо-элегический стих (состоящий из двух каталектических триподий, из которых первая - ямбическая, а вторая - дактилическая).
}}
}}

Revision as of 21:57, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰαμβέλεγος Medium diacritics: ἰαμβέλεγος Low diacritics: ιαμβέλεγος Capitals: ΙΑΜΒΕΛΕΓΟΣ
Transliteration A: iambélegos Transliteration B: iambelegos Transliteration C: iamvelegos Beta Code: i)ambe/legos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, an asynartete verse, formed by substituting an iambic penthemimer for the former half of a pentameter, Heph. 15.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβέλεγος: ὁ, στίχος ἀσυνάρτητος, συνιστάμενος ἐκ τοῦ πρώτου μέρους ἰαμβικοῦ τριμέτρου ἀκολουθουμένου ὑπὸ τοῦ δευτέρου ἡμίσεος ἐλεγειακοῦ πενταμέτρου, Ἡφαιστ. 15. 5.

Russian (Dvoretsky)

ἰαμβέλεγος: ὁ ямбо-элегический стих (состоящий из двух каталектических триподий, из которых первая - ямбическая, а вторая - дактилическая).