γλωσσοπέτρα: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(6_8)
 
(big3_10)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλωσσοπέτρα''': ἡ [[λίθος]] τιμία ὁμοία γλώσσῃ ἀνθρώπου, Πλίν.
|lstext='''γλωσσοπέτρα''': ἡ [[λίθος]] τιμία ὁμοία γλώσσῃ ἀνθρώπου, Πλίν.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />n. de una [[piedra preciosa]] con forma de lengua, Plin.<i>HN</i> 37.164, Solin.37.19, Isid.<i>Etym</i>.16.15.17.
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσοπέτρα: ἡ λίθος τιμία ὁμοία γλώσσῃ ἀνθρώπου, Πλίν.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
n. de una piedra preciosa con forma de lengua, Plin.HN 37.164, Solin.37.19, Isid.Etym.16.15.17.