τμητέον: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_20)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τμητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[τέμνω]], δεῖ τέμνειν, οὐ διχῇ [[τμητέον]]; Πλάτ. Σοφιστ. 219D, πρβλ. Πολ. 510Β, κλπ.
|lstext='''τμητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[τέμνω]], δεῖ τέμνειν, οὐ διχῇ [[τμητέον]]; Πλάτ. Σοφιστ. 219D, πρβλ. Πολ. 510Β, κλπ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[τέμνω]], αυτό που πρέπει να κοπεί, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμητέον Medium diacritics: τμητέον Low diacritics: τμητέον Capitals: ΤΜΗΤΕΟΝ
Transliteration A: tmētéon Transliteration B: tmēteon Transliteration C: tmiteon Beta Code: tmhte/on

English (LSJ)

(τέμνω)

   A one must cut, διχῇ Pl.Sph.219d, cf. R.510b.

Greek (Liddell-Scott)

τμητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τέμνω, δεῖ τέμνειν, οὐ διχῇ τμητέον; Πλάτ. Σοφιστ. 219D, πρβλ. Πολ. 510Β, κλπ.

Greek Monotonic

τμητέον: ρημ. επίθ. του τέμνω, αυτό που πρέπει να κοπεί, σε Πλάτ.