ἀντισπαστικός: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man

Source
(6_11)
(big3_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντισπαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα ν’ ἀντισπᾷ ἢ ν’ ἀναχαιτίζῃ: ἀντισπαστικὸν [[βοήθημα]], τό γε μὴν ἐμέτοις χρῆσθαι, τῶν αἰδοίων πεπονθότων, ἀντισπαστικόν ἐστι [[βοήθημα]]. Γαλην.· [[οὐκέτι]] τὴν ὑστέραν ποιεῖ ἀντισπαστικὴν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 7, 6: ― Ἐπίρρ. -κῶς Ὀρειβάσ. 2, σ. 32, Daremb. ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ὁ ἀνήνων εἰς τὸν ἀντίσπαστον, ἀντισπαστικὸν [[μέτρον]] Ἡφαιστ. 1. 9., 10. 1.
|lstext='''ἀντισπαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα ν’ ἀντισπᾷ ἢ ν’ ἀναχαιτίζῃ: ἀντισπαστικὸν [[βοήθημα]], τό γε μὴν ἐμέτοις χρῆσθαι, τῶν αἰδοίων πεπονθότων, ἀντισπαστικόν ἐστι [[βοήθημα]]. Γαλην.· [[οὐκέτι]] τὴν ὑστέραν ποιεῖ ἀντισπαστικὴν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 7, 6: ― Ἐπίρρ. -κῶς Ὀρειβάσ. 2, σ. 32, Daremb. ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ὁ ἀνήνων εἰς τὸν ἀντίσπαστον, ἀντισπαστικὸν [[μέτρον]] Ἡφαιστ. 1. 9., 10. 1.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> cien.<br /><b class="num">1</b> [[retráctil]] οὐκέτι τὴν ὑστέραν ποιεῖ ἀντισπαστικήν Arist.<i>HA</i> 638<sup>a</sup>31.<br /><b class="num">2</b> [[revulsivo]] βοηθήματα Gal.17(1).907.<br /><b class="num">II</b> métr.<br /><b class="num">1</b> [[antispástico]] Heph.10, Mar.Vict.p.87, Diom.1.505.13, Seru.4.463.17, Priscian.<i>Inst</i>.3.459.10.<br /><b class="num">2</b> [[endecasílabo sáfico]] Mar.Vict. p.172.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[espasmódicamente]] Gal.11.305.
}}
}}

Revision as of 11:54, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντισπαστικός Medium diacritics: ἀντισπαστικός Low diacritics: αντισπαστικός Capitals: ΑΝΤΙΣΠΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: antispastikós Transliteration B: antispastikos Transliteration C: antispastikos Beta Code: a)ntispastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to draw back, retractile, Arist.HA638a31.    II revulsive, βοηθήματα Gal. 17(1).907. Adv. -κῶς Id.11.305.    III in Metric, antispastic, Heph.10,al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισπαστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα ν’ ἀντισπᾷ ἢ ν’ ἀναχαιτίζῃ: ἀντισπαστικὸν βοήθημα, τό γε μὴν ἐμέτοις χρῆσθαι, τῶν αἰδοίων πεπονθότων, ἀντισπαστικόν ἐστι βοήθημα. Γαλην.· οὐκέτι τὴν ὑστέραν ποιεῖ ἀντισπαστικὴν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 7, 6: ― Ἐπίρρ. -κῶς Ὀρειβάσ. 2, σ. 32, Daremb. ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ὁ ἀνήνων εἰς τὸν ἀντίσπαστον, ἀντισπαστικὸν μέτρον Ἡφαιστ. 1. 9., 10. 1.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I cien.
1 retráctil οὐκέτι τὴν ὑστέραν ποιεῖ ἀντισπαστικήν Arist.HA 638a31.
2 revulsivo βοηθήματα Gal.17(1).907.
II métr.
1 antispástico Heph.10, Mar.Vict.p.87, Diom.1.505.13, Seru.4.463.17, Priscian.Inst.3.459.10.
2 endecasílabo sáfico Mar.Vict. p.172.
III adv. -ῶς espasmódicamente Gal.11.305.