προσηρμοσμένως: Difference between revisions
From LSJ
εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country
(6_5) |
(34) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσηρμοσμένως''': ἁρμοδίως, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀραρῶσαι. | |lstext='''προσηρμοσμένως''': ἁρμοδίως, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀραρῶσαι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με τρόπο που αρμόζει, [[καθώς]] [[πρέπει]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσηρμοσμένος</i>, μτχ. μέσου παρακμ. του [[προσαρμόζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A fittingly, Hsch. s.v. ἀραρῶσαι.
Greek (Liddell-Scott)
προσηρμοσμένως: ἁρμοδίως, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀραρῶσαι.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με τρόπο που αρμόζει, καθώς πρέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσηρμοσμένος, μτχ. μέσου παρακμ. του προσαρμόζω.