ἀσύμφυρτος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_17)
(big3_7)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύμφυρτος''': -ον, μὴ συμπεφυρμένος, [[ἄμικτος]], Διον. Ἀρεοπ. σ. 74Α, 236Β, 478D κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἀσυμφύρτως Παχυμ. εἰς Διον. Ἀρεοπ. σ. 122.
|lstext='''ἀσύμφυρτος''': -ον, μὴ συμπεφυρμένος, [[ἄμικτος]], Διον. Ἀρεοπ. σ. 74Α, 236Β, 478D κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἀσυμφύρτως Παχυμ. εἰς Διον. Ἀρεοπ. σ. 122.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no fusionado o mezclado]], [[distinto]] καὶ πάντα ἀπὸ πάντων ἀμιγῆ καὶ ἀσύμφυρτα διασώζουσα Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.896A.<br /><b class="num">2</b> [[carente de confusión]], [[ordenado]] εὐταξία Dion.Ar.<i>CH</i> M.3.240A, τάξις Dion.Ar.<i>EH</i> M.3.377A.
}}
}}

Revision as of 12:18, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 380] nicht gemengt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμφυρτος: -ον, μὴ συμπεφυρμένος, ἄμικτος, Διον. Ἀρεοπ. σ. 74Α, 236Β, 478D κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἀσυμφύρτως Παχυμ. εἰς Διον. Ἀρεοπ. σ. 122.

Spanish (DGE)

-ον
1 no fusionado o mezclado, distinto καὶ πάντα ἀπὸ πάντων ἀμιγῆ καὶ ἀσύμφυρτα διασώζουσα Dion.Ar.DN M.3.896A.
2 carente de confusión, ordenado εὐταξία Dion.Ar.CH M.3.240A, τάξις Dion.Ar.EH M.3.377A.