3,243,923
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐσυνάλλακτος''': -ον, [[εὐπροσήγορος]], [[ὁμιλητικός]], Πλούτ. 2, 42Ε. - Ἐπίρρ. τως, ἐντίμως, Ἑβδ. (Παροιμιογρ. ΚΕ΄, 10). - Καθ᾿ Ἡσύχ. καὶ Φώτ. «εὐσυναλλάκτως· εὐμεταδότως». - εὐσυναλλαξία, ἡ, «[[ἕξις]] ἐν συναλλαγαῖς φυλάττουσα τὸ δίκαιον», Ἀνδρόνικ. περὶ Παθῶν σ. 751. | |lstext='''εὐσυνάλλακτος''': -ον, [[εὐπροσήγορος]], [[ὁμιλητικός]], Πλούτ. 2, 42Ε. - Ἐπίρρ. τως, ἐντίμως, Ἑβδ. (Παροιμιογρ. ΚΕ΄, 10). - Καθ᾿ Ἡσύχ. καὶ Φώτ. «εὐσυναλλάκτως· εὐμεταδότως». - εὐσυναλλαξία, ἡ, «[[ἕξις]] ἐν συναλλαγαῖς φυλάττουσα τὸ δίκαιον», Ἀνδρόνικ. περὶ Παθῶν σ. 751. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />d’un commerce facile, qui se prête à, [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συναλλάσσω]]. | |||
}} | }} |