Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐσυνάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσυνάλλακτος''': -ον, [[εὐπροσήγορος]], [[ὁμιλητικός]], Πλούτ. 2, 42Ε. - Ἐπίρρ. τως, ἐντίμως, Ἑβδ. (Παροιμιογρ. ΚΕ΄, 10). - Καθ᾿ Ἡσύχ. καὶ Φώτ. «εὐσυναλλάκτως· εὐμεταδότως». - εὐσυναλλαξία, ἡ, «[[ἕξις]] ἐν συναλλαγαῖς φυλάττουσα τὸ δίκαιον», Ἀνδρόνικ. περὶ Παθῶν σ. 751.
|lstext='''εὐσυνάλλακτος''': -ον, [[εὐπροσήγορος]], [[ὁμιλητικός]], Πλούτ. 2, 42Ε. - Ἐπίρρ. τως, ἐντίμως, Ἑβδ. (Παροιμιογρ. ΚΕ΄, 10). - Καθ᾿ Ἡσύχ. καὶ Φώτ. «εὐσυναλλάκτως· εὐμεταδότως». - εὐσυναλλαξία, ἡ, «[[ἕξις]] ἐν συναλλαγαῖς φυλάττουσα τὸ δίκαιον», Ἀνδρόνικ. περὶ Παθῶν σ. 751.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’un commerce facile, qui se prête à, [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συναλλάσσω]].
}}
}}