στηρικτής: Difference between revisions
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
(6_19) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στηρικτής''': -οῦ, ὁ, ὁ στηρίζων, ἐμπήγων, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 373. | |lstext='''στηρικτής''': -οῦ, ὁ, ὁ στηρίζων, ἐμπήγων, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 373. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-οῡ, ὁ, Α [[στηρίζω]]<br />αυτός που στηρίζει. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A gloss on λίθον εὐναστῆρα, Sch.Opp.H.3.373.
Greek (Liddell-Scott)
στηρικτής: -οῦ, ὁ, ὁ στηρίζων, ἐμπήγων, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 373.
Greek Monolingual
-οῡ, ὁ, Α στηρίζω
αυτός που στηρίζει.