τραπεζοκόρος: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
(6_15)
 
(41)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰπεζοκόρος''': -ον, (ἐκ τοῦ [[κορέννυμι]]) ὁ κορεννύμενος ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, ἢ (ἐκ τοῦ [[κορέω]]) ὁ σαρώνων, καθαρίζων τὴν τράπεζαν, ἐπίθετον τῶν παρασίτων, Ψευδοφωκυλ. 91.
|lstext='''τρᾰπεζοκόρος''': -ον, (ἐκ τοῦ [[κορέννυμι]]) ὁ κορεννύμενος ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, ἢ (ἐκ τοῦ [[κορέω]]) ὁ σαρώνων, καθαρίζων τὴν τράπεζαν, ἐπίθετον τῶν παρασίτων, Ψευδοφωκυλ. 91.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που χορταίνει με τα φαγητά τών άλλων, [[παράσιτος]] ή, κατ' άλλους, αυτός που καθαρίζει το [[τραπέζι]] τών άλλων για να αποκτήσει την εύνοιά τους, [[κόλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[κορέννυμι]] «[[γεμίζω]], [[χορταίνω]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 12:56, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζοκόρος: -ον, (ἐκ τοῦ κορέννυμι) ὁ κορεννύμενος ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, ἢ (ἐκ τοῦ κορέω) ὁ σαρώνων, καθαρίζων τὴν τράπεζαν, ἐπίθετον τῶν παρασίτων, Ψευδοφωκυλ. 91.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που χορταίνει με τα φαγητά τών άλλων, παράσιτος ή, κατ' άλλους, αυτός που καθαρίζει το τραπέζι τών άλλων για να αποκτήσει την εύνοιά τους, κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -κόρος (< κόρος < κορέννυμι «γεμίζω, χορταίνω»)].