κυλικηγόρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
(6_17)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠλῐκηγόρος''': -ον, ὁ ἀγορεύων ἐπὶ τῇ κύλικι, ὁ κυλικηγορῶν, Εὐστ. 1632. 18.
|lstext='''κῠλῐκηγόρος''': -ον, ὁ ἀγορεύων ἐπὶ τῇ κύλικι, ὁ κυλικηγορῶν, Εὐστ. 1632. 18.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυλικηγόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλά ή συζητά για [[κάτι]] πίνοντας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύλιξ]], -<i>ικ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]). Το -<i>η</i>- λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλῐκηγόρος Medium diacritics: κυλικηγόρος Low diacritics: κυλικηγόρος Capitals: ΚΥΛΙΚΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: kylikēgóros Transliteration B: kylikēgoros Transliteration C: kylikigoros Beta Code: kulikhgo/ros

English (LSJ)

ον,

   A one who talks over his cups, Eust.1632.18.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλῐκηγόρος: -ον, ὁ ἀγορεύων ἐπὶ τῇ κύλικι, ὁ κυλικηγορῶν, Εὐστ. 1632. 18.

Greek Monolingual

κυλικηγόρος, -ον (Α)
αυτός που μιλά ή συζητά για κάτι πίνοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + -ηγόρος (< ἀγορά). Το -η- λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].