3,273,773
edits
(6_19) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεδητής''': -οῦ, ὁ, ὁ δεσμεύων ἢ κωλύων, Ἀνθ. Π. 9. 756. | |lstext='''πεδητής''': -οῦ, ὁ, ὁ δεσμεύων ἢ κωλύων, Ἀνθ. Π. 9. 756. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δωρ. τ. πεδητάς, ὁ, Α [[πεδῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεσμεύει κάποιον, [[δεσμευτής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που κωλύει, εμποδίζει κάποιον. | |||
}} | }} |