πεδητής: Difference between revisions

31
(6_19)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεδητής''': -οῦ, ὁ, ὁ δεσμεύων ἢ κωλύων, Ἀνθ. Π. 9. 756.
|lstext='''πεδητής''': -οῦ, ὁ, ὁ δεσμεύων ἢ κωλύων, Ἀνθ. Π. 9. 756.
}}
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. πεδητάς, ὁ, Α [[πεδῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεσμεύει κάποιον, [[δεσμευτής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που κωλύει, εμποδίζει κάποιον.
}}
}}