πεδητής
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
πεδητοῦ, Dor. πεδητάς, ὁ, one who fetters: metaph., hinderer, AP 9.756 (Aemil.).
German (Pape)
[Seite 541] ὁ, der Fesselnde, Aemilian. 2 (IX, 756), λίθος.
Russian (Dvoretsky)
πεδητής: дор. πεδητάς, οῦ adj. m сковывающий, удерживающий (λίθος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πεδητής: -οῦ, ὁ, ὁ δεσμεύων ἢ κωλύων, Ἀνθ. Π. 9. 756.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πεδητάς, ὁ, Α πεδῶ
1. αυτός που δεσμεύει κάποιον, δεσμευτής
2. μτφ. αυτός που κωλύει, εμποδίζει κάποιον.
Greek Monotonic
πεδητής: -οῦ, ὁ (πεδάω), αυτός που δημιουργεί εμπόδια, σε Ανθ.