Anonymous

πεδητής: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. πεδητάς, ὁ, Α [[πεδῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεσμεύει κάποιον, [[δεσμευτής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που κωλύει, εμποδίζει κάποιον.
|mltxt=και δωρ. τ. πεδητάς, ὁ, Α [[πεδῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεσμεύει κάποιον, [[δεσμευτής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που κωλύει, εμποδίζει κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεδητής:''' -οῦ, ὁ ([[πεδάω]]), αυτός που δημιουργεί εμπόδια, σε Ανθ.
}}
}}