νάρκημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(6_22)
(26)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νάρκημα''': τό, νάρκησις, ἡ, [[νάρκη]], [[νάρκωσις]], Γαλην.
|lstext='''νάρκημα''': τό, νάρκησις, ἡ, [[νάρκη]], [[νάρκωσις]], Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=[[νάρκημα]], τὸ (Α) [[ναρκώ]]<br /><b>1.</b> [[νάρκωση]]<br /><b>2.</b> [[νάρκη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 229] τό, Erstarrung, Betäubung (?).

Greek (Liddell-Scott)

νάρκημα: τό, νάρκησις, ἡ, νάρκη, νάρκωσις, Γαλην.

Greek Monolingual

νάρκημα, τὸ (Α) ναρκώ
1. νάρκωση
2. νάρκη.