νάρκημα

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source

German (Pape)

[Seite 229] τό, Erstarrung, Betäubung (?).

Greek (Liddell-Scott)

νάρκημα: τό, νάρκησις, ἡ, νάρκη, νάρκωσις, Γαλην.

Greek Monolingual

νάρκημα, τὸ (Α) ναρκώ
1. νάρκωση
2. νάρκη.