ἐνθρονιαστικός: Difference between revisions
From LSJ
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
(6_10) |
(big3_15) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνθρονιαστικός''': -ή, -όν, = [[ἐνθρονιστικός]], Δαμασκ. ΙΙ. 76Β. C. 2) οὐσ. ἐνθρονιαστικόν, τό, τὸ ὑπὸ τοῦ ἐνθρονιζομένου ἐπισκόπου καταβαλλόμενον χρηματικὸν ποσὸν διὰ τὸν ἐνθρονισμόν, Ἰουστ. Νεαρ. 123. 3. | |lstext='''ἐνθρονιαστικός''': -ή, -όν, = [[ἐνθρονιστικός]], Δαμασκ. ΙΙ. 76Β. C. 2) οὐσ. ἐνθρονιαστικόν, τό, τὸ ὑπὸ τοῦ ἐνθρονιζομένου ἐπισκόπου καταβαλλόμενον χρηματικὸν ποσὸν διὰ τὸν ἐνθρονισμόν, Ἰουστ. Νεαρ. 123. 3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[inaugural]], [[relativo a la consagración]] ἐκ τῶν ἐνθρονιαστικῶν [[αὐτοῦ]] (Σευήρου) λόγων Seu.Ant.<i>Fr</i>. en Io.D.M.95.76B<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. [[pago]], [[estipendio por la ordenación]] realizado por los obispos al ser consagrados διδόναι ὑπὲρ ἐνθρονιαστικῶν μὲν νομίσματα ρʹ Iust.<i>Nou</i>.123.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρονιαστικός: -ή, -όν, = ἐνθρονιστικός, Δαμασκ. ΙΙ. 76Β. C. 2) οὐσ. ἐνθρονιαστικόν, τό, τὸ ὑπὸ τοῦ ἐνθρονιζομένου ἐπισκόπου καταβαλλόμενον χρηματικὸν ποσὸν διὰ τὸν ἐνθρονισμόν, Ἰουστ. Νεαρ. 123. 3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
inaugural, relativo a la consagración ἐκ τῶν ἐνθρονιαστικῶν αὐτοῦ (Σευήρου) λόγων Seu.Ant.Fr. en Io.D.M.95.76B
•neutr. plu. subst. pago, estipendio por la ordenación realizado por los obispos al ser consagrados διδόναι ὑπὲρ ἐνθρονιαστικῶν μὲν νομίσματα ρʹ Iust.Nou.123.3.