μέλλω: Difference between revisions

2,374 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέλλω''': παρατ. ἔμελλον ἢ [[ἤμελλον]] (ἴδε κατωτ.), Ἐπικ. μέλλον Ἰλ. Ρ. 178, Ὀδ. Α. 232., Ι. 378: Ἰων. μέλλεσκον Θεόκρ. 25. 240, Μόσχ. 2. 109: μέλλ. μελλήσω: ἀόρ. ἐμέλλησα, Θουκ. 5. 98, Δημ., κτλ., καὶ ἠμ- (ἴδε κατωτ.)· - Παθ. καὶ μέσ., ἴδε κατωτ. V. - Μόνον ὁ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., Ἡσ., Πινδ., καὶ τοῖς Τραγικοῖς· ὁ ἀόρ. [[εὔχρηστος]] μόνον παρὰ πεζογράφοις· - ὁ [[μετὰ]] διπλῆς αὐξήσεως παρατ. [[ἤμελλον]] [[εἶναι]] βεβαιωμένος διὰ τοῦ μέτρου ἐν πολλοῖς ποιητικοῖς χωρίοις, πρῶτον ἐν Ἡσ. Θεογ. 478, ἀκολούθως ἐν Θεόγνιδι 906, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 597, Ἀπολλ. Ροδ., κτλ.· [[οὕτως]] ἠμέλλησα παρὰ τῷ Θεόγν. 209: τὸ [[ἤμελλον]] ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] ἔν τισι χωρίοις τοῦ πεζοῦ λόγου [[ἄνευ]] διαφ. γραφῆς, ὡς ἐν Αἰσχίν. 77. 10, Δημ. 292· 15· πρβλ. [[βούλομαι]]. ([[μέλλω]] φαίνεται ἐπιτεταμένος [[τύπος]] ἐκ τῆς √ΜΕΛ, μέλω, [[ὅπερ]] [[πάλιν]] δυνάμεθα νὰ ἀναφέρωμεν εἰς τὴν ῥίζαν ΜΕΡ τὴν ἐν ταῖς λ. μέριμνα, μερ-[[μηρίζω]], κλ.: - ἡ δὲ κοινὴ [[ἔννοια]] ἐν πᾶσιν [[εἶναι]] ἡ τῆς σκέψεως, ἴδε τὰ ἀκόλουθα). Ριζικὴ ἢ πρώτη [[σημασία]]: [[σκέπτομαι]] νὰ πράξω τι, ἔχω κατὰ νοῦν, «[[σκοπεύω]]» νὰ πράξω τι (χωρὶς καὶ νὰ τὸ [[πράττω]])· συντάσσεται δὲ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρεμ. μέλλ., σπανιώτερον δὲ ἐνεστ. καὶ ἔτι σπανιώτερον ἀορ. (ὡς ἐν Ἰλ. Ν. 777., Π. 46., Ὀδ. Δ. 377, κ. ἀλλ., ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] παρὰ πᾶσι τοῖς ποιηταῖς τε καὶ πεζογράφοις, Αἰσχύλ. Πρ. 625, καὶ ἀλλαχοῦ, καθ’ ἃ κατωτέρω ἀναφέρεται, ἴδε Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 929, Elmsl. εἰς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 710, Λοβ. Φρύνιχ. 133, 745 κ. ἑξ.)· [[μέλλω]] μετ’ ἀπαρ. μέλλ. διαφέρει τοῦ ἁπλοῦ μέλλοντος τοῦ ῥήματος ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. facturus sum ἀπὸ τοῦ faciam· - ἡ [[σύνταξις]] ἐν τῇ σημασ. III., ἀργοπορῶ, [[βραδύνω]], τροποποιεῖταί πως, ἴδε κατωτ.· ὁ παρατ. ἔμελλον [[οὐδέποτε]] ἐν χρήσει μετ’ ἀορ., Φρύνιχ 336· τὴν δὲ παρατήρησιν ταύτην οὐχὶ προση κόντως ὁ Θωμᾶς Μ. ἐπεκτείνει εἰς πάντας τοὺς χρόνους τοῦ [[μέλλω]]· - ὁ Buttm. καὶ ἕτεροι σφάλλονται περιορίζοντες τὴν σημασίαν τοῦ ἀορ. μόνον εἰς τὴν τῆς ἀργοπορίας ἢ ἀναβολῆς, ἴδε Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 1. 134., 3. 55, 92, κτλ. ΙΙ. «[[σκοπεύω]]», [[σκέπτομαι]] ἢ ἔχω κατὰ νοῦν ἢ ἑτοιμάζομαι νὰ πράξω τι (ἐξ ἰδίας ἐλευθέρας θελήσεως), [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τοῦ [[τάχα]], ὡς, καὶ δή μιν τάχ’ ἔμελλε δώσειν ᾧ θεράποντι καταξέμεν... Ἰλ. Ζ. 52, πρβλ. 393, 515· θήσειν ἔτ’ ἔμελλεν ἐπ’ ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι Β. 39· μέλλεις ἀφαιρήσεσθαι [[ἄεθλον]], διανοεῖσαι νά μου ἀφαιρέσῃς τὸ [[βραβεῖον]], Ψ. 544· [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τοῦ οὐκ ἄρα, ὡς, οὐδ’ ἄρ’ ἔμελλον πείσειν, οὐδὲ ἐνόμιζον ὅτι [[ἤθελον]] σὲ πείσῃ, Χ. 356· οὐκ ἄρ’ ἔμελλες... λήξειν ἀπατάων...; οὐκ ἄρα ἔμελλες... παύσασθαι παραλογισμῶν...; (Σχόλ.), Ὀδ. Ν. 293· [[συχνάκις]] παρ’ Ἀττ., οὐδ’ ἐμέλλησαν οὐδὲ διενοήθησαν ἐνθέσθαι Δημ. 929. 9, κτλ. ΙΙ. [[μέλλω]] νὰ πράξω τι (ἀναγκαζόμενος ὑφ’ ἑτέρου). 1) ὑπὸ τῆς μοίρας (ἴδε Nitzsch εἰς Ὀδ. Α. 232), εἶμαι ὡρισμένος ἢ προωρισμένος νὰ πράξω ἢ νὰ εἶμαι..., τὰ φρονέοντ’ ἀνὰ θυμὸν ἅ ῥ’ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον, [[ἅπερ]] δὲν ἦσαν προωρισμένα νὰ γίνωσι, Ἰλ. Β. 36· [[τάχα]] δ’ ἀνστήσεσθαι ἔμελλεν, ἦτο προωρισμένον [[ταχέως]] νὰ σηκωθῇ, [[αὐτόθι]] 694· [[ἐπεὶ]] οὐκ ἄρ’ ἔμελλον ἐγώγε, νοστήσας [[οἶκόνδε]]... εὐφρανέειν ἄλοχον Ε. 686· ἔμελλον ἔτι ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ πολλῇ, ἦτο πεπρωμένον νὰ ζήσω ἀκόμη ἐν πολλῇ δυστυχίᾳ, Ὀδ. Η. 270· καὶ γὰρ ἐγώ ποτ’ ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν [[ὄλβιος]] [[εἶναι]], ἔμελλον νὰ εἶμαι [[εὐτυχής]], Σ. 138· μέλλεν ποτὲ [[οἶκος]] ἀφνειὸς ἔμμεναι Α. 232· - ὅυτω παρ’ Ἀττ., καταλειπομένης τῆς ἐννοίας τοῦ πεπρωμένου, εἰ μέλλει [[πόλις]] [[εἶναι]], ἐὰν πρόκειται νὰ [[εἶναι]] [[πόλις]], Πλάτ. Πρωτ. 324Ε· εἰ ἐμέλλομεν... ἀνοίσειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 75Β, κτλ. 2) κατὰ τὴν θέλησιν ἑτέρου (σπανιώτατα) περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι, ἔμελλον νὰ ἀγωνισθῶσι... κατὰ διαταγὴν τῶν Ἠλείων, Ἰλ. Λ. 700. 3) πρὸς δήλωσιν συμπεράσματος ἐξαγομένου ἐκ τῶν προηγουμένων, [[οἷον]], [[μέλλω]] που ἀπεχθέσθαι Διὶ πατρί, «[[ἔοικα]] [[δήπου]] μισητὸς [[εἶναι]] τῷ Διῒ πατρὶ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 83· κελευσέμεναι δέ σ’ ἔμελλε [[δαίμων]], «προτρέψαι δέ σε [[ἐῴκει]] ὁ Θεός» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 274· [[μέλλω]] ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, «ἀλλὰ [[ἔοικα]] ἡμαρτηκέναι εἰς τοὺς θεοὺς» (Σχόλ.), [[αὐτόθι]] 377· εἰ δ’ οὕτω τοῦτ’ ἔστιν, ἐμοὶ μέλλει φίλον [[εἶναι]], ἐμοὶ προσφιλὲς ἔοικεν ἢ φαίνεται [[εἶναι]], Ἰλ. Α. 564, πρβλ. Β. 116, κ. ἀλλ. 4) πρὸς δήλωσιν ἰσχυρᾶς πιθανότητος, ὅτε δύναται [[συχνάκις]] νὰ ἑρμηνευθῇ διὰ τοῦ «πιθανὸν [[εἶναι]] νά...» ἢ δι’ ἐπιρρήματος, πιθανῶς..., κτλ., τὰ δὲ μέλλετ’ ἀκουέμεν, «[[ταῦτα]] δὲ εἰκὸς ὑμᾶς ἀκηκοέναι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 125· καὶ πατέρων τάδε μέλλετ’ ἀκουέμεν, καὶ παρὰ τῶν γονέων σας πιθανὸν νὰ τὰ ἠκούσατε, Ὀδ. Δ. 94· μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι, πιθανὸν σὺ νὰ τὸν ἐγνώρισες, Δ. 200· ὅθι που μέλλουσιν ἄριστοι βουλὰς βουλεύειν, [[ὅπου]] πιθανῶς οἱ ἄριστοι συσκέπτονται, Ἰλ. Κ. 326· εἰ αἰεὶ δὴ μέλλοιμεν ἀγήρω τ’ ἀθανάτω τε ἔσεσθ’, ἐὰν μέλλωμεν νά..., Μ. 323· καὶ μὲν δή πού τις μέλλει βροτὸς ἀνδρὶ τελέσσαι, πῶς δή ἔγωγ’... οὐκ ὄφελον Τρώεσσι κακὰ ῥάψαι; ἀφοῦ τῷ ὄντι θνητὸς [[ἄνθρωπος]] φροντίζει νὰ βλάψῃ τὸν ὅμοιόν του, πῶς λοιπὸν ἐγὼ νὰ μή..., Ἰλ. Σ. 362· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐμέλλετ’ ἆρα πάντες ἀνασείειν βοήν, τὸ ἐνόμιζα ὅτι ὅλοι σας θὰ ἐκάμνετε βοήν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 347. ΙΙΙ. δηλῶ [[ἁπλῶς]] σκοπὸν ἢ πρόθεσιν, [[πάντοτε]] [[σκοπεύω]] νὰ πράξω τι χωρὶς νὰ [[πράττω]] αὐτὸ ποτέ, [[ἑπομένως]], [[βραδύνω]], [[ἀναβάλλω]], [[διστάζω]], ἀργοπορῶ, μόνον παρ’ Ἀττ. οἱ ὁποῖοι ἔχουσι καὶ [[μέσον]] τύπον μέλλομαι ἀκριβῶς [[μετὰ]] τῆς σημασίας τοῦ ἐνεργ. (ἴδε κατωτ. 6. ἐν τέλ.) ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς ἐννοίας ἀείποτε συντάσσεται μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., τί μέλλετε... στορνύναι; Αἰσχύλ. Ἀγ. 908, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 678, Ο. Κ. 1627, κτλ.· [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τοῦ μὴ οὐ, Αἰσχύλ. Πρ. 627, Σοφ. Αἴ. 540, Ἀριστοφ. Ἀχ. 319· [[μετὰ]] τοῦ μή, τί μέλλομεν... μὴ πράσσειν; Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 1209· - ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας σπανίως μετ’ ἀπαρ. ἀορ., Εὐρ. Φοίν. 300, Ρῆσ. 673· [[οὐδέποτε]] δὲ [[μετὰ]] μέλλοντος, Ἔλμσλ. καὶ Ἕρμανν. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1209· - ἀλλὰ τὸ ἀπαρέμφ. [[συχνάκις]] παραλείπεται, τί μέλλεις; τί βραδύνεις; τί ἀργοπορεῖς; Αἰσχύλ. Πρ. 36, πρβλ. Πέρσ. 407, Ἀγ. 908, 1353, Θουκ. 8. 78, κτλ.· τί μέλλετε; Σοφ. Ἀποσπ. 776· μακρὰ μ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 219· μέλλον τι... [[ἔπος]], [[λόγος]] ὃν διστάζει τις νὰ εἴπῃ, Εὐριπ. Ἴων 1002. IV. [[μέλλω]] [[συχνάκις]] εὕρηται [[ἄνευ]] τοῦ ἀπαρεμφ., ὅτε τὸ ρῆμα ἀμέσως προηγεῖται ἢ ἕπεται, τὸν υἱὸν ἐόρακας [[αὐτοῦ]]; Ἀπόκρ. τί δ’ οὐ [[μέλλω]]; διὰ τί νὰ μὴ τὸν [ἔχω ἰδεῖ]; ἤ: «πῶς ὄχι;» δηλ. βεβαίως τὸν ἔχω ἰδεῖ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 6· τί δ’ οὐ μέλλει, [[εἴπερ]] γε δρᾷ αὐτό; Πλάτ. Πολ. 605C· οὕτω, πῶς γὰρ οὐ μέλλει; ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 78Β, κτλ.· ἀλλὰ τί [[μέλλω]]; ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 349D, Ἱππ. Ἐλάττ. 373D· οὕτω καὶ [τὰ μὲν] πάσχουσι, τὰ δὲ μέλλουσι [πάσχειν] Αἰσχύλ. Πέρσ. 814, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 551· οὐδέν... οὐδὲ ἐπάθετε οὐδὲ ἐμελλήσατε Θουκ. 3. 55· οὔτ’ ἐμὲ ἀπέφηνεν ἡ βουλὴ οὔτ’ ἐμέλλησεν Δείναρχ. 96. 26, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 148Ε, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 23. - Οὕτως [[ἐνίοτε]] τὸ [[μέλλω]] φαίνεται συντασσόμενον μετ’ αἰτ., ἥτις [[ὅμως]] πράγματι ἀποδίδοται εἰς τὸ παραλειπόμενον ἀπαρέμφ., τὸ μέλλειν ἀγαθὰ (ἐξυπ. πράσσειν), ἡ [[προσδοκία]] καλῶν πραγμάτων, Εὐριπ. Ὀρ. 1182, πρβλ. Ι. Α. 1118· - [[ἐντεῦθεν]] ἡ μετοχὴ μέλλων κεῖται [[συχνάκις]] ἰδίως παρ’ Ἀττ. [[ἄνευ]] τῆς ἀπαρ. ([[ἔνθα]] δύναται νὰ ὑπονοηθῇ τὸ [[εἶναι]] ἢ γίγνεσθαι), ὁ μ. [[χρόνος]] Πινδ. Ο. 10 (11). 9, Αἰσχύλ. Πρ. 838, Πλάτ. Θεαίτ. 178Ε· (παρὰ Γραμμ. ὁ μέλλων [[εἶναι]] ὁ ῥηματικὸς [[τύπος]] ὁ δηλῶν τὸ μέλλον)· ἡ μ. [[αὐτοῦ]] [[δύναμις]], ὁ αὐτ. ἐν. Πολ. 494C: ἰδίως ἐν τῷ οὐδετ., τὸ μέλλον, τὰ μέλλοντα, τὰ μέλλοντα νὰ συμβῶσι, τὸ [[ἀποτέλεσμα]], τὸ συμβησόμενον, Πινδ. Ο. 2. 103, Αἰσχύλ. Πρ. 102, Θουκ. 1. 138., 4. 71, Πλάτ., κλ.· ἀλλὰ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἁπλῶς]] γενησόμενον (τὸ ἐσόμενον), Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ ὕπν. μαντικῆς 2, 4, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 2. 11, 2· εἰς τὸ μέλλον (δηλ. [[ἔτος]]) Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιγ΄, 9, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 14, Μοῖρ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. [[νέωτα]]· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ., τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται, τὰ ἰσχυρότατα ὑμῶν ἐπιχειρήματα [[εἶναι]] ἐλπίδες τοῦ μέλλοντος, Θουκ. 5. 111· - [[ἀλλά]], V. τὸ μέλλομαι φαίνεται ὡς νὰ [[εἶναι]] καὶ πράγματι παθητικόν, ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα, [[ὅπως]] μὴ ἀναβάλλωνται εἰς τὸ μέλλον τὰ δέοντα, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 47· ἐν ὅσῳ [[ταῦτα]] μέλλεται, ἐν ὅσῳ ἐξακολουθοῦσιν αἱ ἀναβολαὶ αὗται, Δημ. 50. 23 (κοινῶς: μέλλετε): μετοχ. παρακ. μεμελλημένος μόνον παρὰ Γαλην.
|lstext='''μέλλω''': παρατ. ἔμελλον ἢ [[ἤμελλον]] (ἴδε κατωτ.), Ἐπικ. μέλλον Ἰλ. Ρ. 178, Ὀδ. Α. 232., Ι. 378: Ἰων. μέλλεσκον Θεόκρ. 25. 240, Μόσχ. 2. 109: μέλλ. μελλήσω: ἀόρ. ἐμέλλησα, Θουκ. 5. 98, Δημ., κτλ., καὶ ἠμ- (ἴδε κατωτ.)· - Παθ. καὶ μέσ., ἴδε κατωτ. V. - Μόνον ὁ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., Ἡσ., Πινδ., καὶ τοῖς Τραγικοῖς· ὁ ἀόρ. [[εὔχρηστος]] μόνον παρὰ πεζογράφοις· - ὁ [[μετὰ]] διπλῆς αὐξήσεως παρατ. [[ἤμελλον]] [[εἶναι]] βεβαιωμένος διὰ τοῦ μέτρου ἐν πολλοῖς ποιητικοῖς χωρίοις, πρῶτον ἐν Ἡσ. Θεογ. 478, ἀκολούθως ἐν Θεόγνιδι 906, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 597, Ἀπολλ. Ροδ., κτλ.· [[οὕτως]] ἠμέλλησα παρὰ τῷ Θεόγν. 209: τὸ [[ἤμελλον]] ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] ἔν τισι χωρίοις τοῦ πεζοῦ λόγου [[ἄνευ]] διαφ. γραφῆς, ὡς ἐν Αἰσχίν. 77. 10, Δημ. 292· 15· πρβλ. [[βούλομαι]]. ([[μέλλω]] φαίνεται ἐπιτεταμένος [[τύπος]] ἐκ τῆς √ΜΕΛ, μέλω, [[ὅπερ]] [[πάλιν]] δυνάμεθα νὰ ἀναφέρωμεν εἰς τὴν ῥίζαν ΜΕΡ τὴν ἐν ταῖς λ. μέριμνα, μερ-[[μηρίζω]], κλ.: - ἡ δὲ κοινὴ [[ἔννοια]] ἐν πᾶσιν [[εἶναι]] ἡ τῆς σκέψεως, ἴδε τὰ ἀκόλουθα). Ριζικὴ ἢ πρώτη [[σημασία]]: [[σκέπτομαι]] νὰ πράξω τι, ἔχω κατὰ νοῦν, «[[σκοπεύω]]» νὰ πράξω τι (χωρὶς καὶ νὰ τὸ [[πράττω]])· συντάσσεται δὲ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρεμ. μέλλ., σπανιώτερον δὲ ἐνεστ. καὶ ἔτι σπανιώτερον ἀορ. (ὡς ἐν Ἰλ. Ν. 777., Π. 46., Ὀδ. Δ. 377, κ. ἀλλ., ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] παρὰ πᾶσι τοῖς ποιηταῖς τε καὶ πεζογράφοις, Αἰσχύλ. Πρ. 625, καὶ ἀλλαχοῦ, καθ’ ἃ κατωτέρω ἀναφέρεται, ἴδε Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 929, Elmsl. εἰς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 710, Λοβ. Φρύνιχ. 133, 745 κ. ἑξ.)· [[μέλλω]] μετ’ ἀπαρ. μέλλ. διαφέρει τοῦ ἁπλοῦ μέλλοντος τοῦ ῥήματος ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. facturus sum ἀπὸ τοῦ faciam· - ἡ [[σύνταξις]] ἐν τῇ σημασ. III., ἀργοπορῶ, [[βραδύνω]], τροποποιεῖταί πως, ἴδε κατωτ.· ὁ παρατ. ἔμελλον [[οὐδέποτε]] ἐν χρήσει μετ’ ἀορ., Φρύνιχ 336· τὴν δὲ παρατήρησιν ταύτην οὐχὶ προση κόντως ὁ Θωμᾶς Μ. ἐπεκτείνει εἰς πάντας τοὺς χρόνους τοῦ [[μέλλω]]· - ὁ Buttm. καὶ ἕτεροι σφάλλονται περιορίζοντες τὴν σημασίαν τοῦ ἀορ. μόνον εἰς τὴν τῆς ἀργοπορίας ἢ ἀναβολῆς, ἴδε Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 1. 134., 3. 55, 92, κτλ. ΙΙ. «[[σκοπεύω]]», [[σκέπτομαι]] ἢ ἔχω κατὰ νοῦν ἢ ἑτοιμάζομαι νὰ πράξω τι (ἐξ ἰδίας ἐλευθέρας θελήσεως), [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τοῦ [[τάχα]], ὡς, καὶ δή μιν τάχ’ ἔμελλε δώσειν ᾧ θεράποντι καταξέμεν... Ἰλ. Ζ. 52, πρβλ. 393, 515· θήσειν ἔτ’ ἔμελλεν ἐπ’ ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι Β. 39· μέλλεις ἀφαιρήσεσθαι [[ἄεθλον]], διανοεῖσαι νά μου ἀφαιρέσῃς τὸ [[βραβεῖον]], Ψ. 544· [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τοῦ οὐκ ἄρα, ὡς, οὐδ’ ἄρ’ ἔμελλον πείσειν, οὐδὲ ἐνόμιζον ὅτι [[ἤθελον]] σὲ πείσῃ, Χ. 356· οὐκ ἄρ’ ἔμελλες... λήξειν ἀπατάων...; οὐκ ἄρα ἔμελλες... παύσασθαι παραλογισμῶν...; (Σχόλ.), Ὀδ. Ν. 293· [[συχνάκις]] παρ’ Ἀττ., οὐδ’ ἐμέλλησαν οὐδὲ διενοήθησαν ἐνθέσθαι Δημ. 929. 9, κτλ. ΙΙ. [[μέλλω]] νὰ πράξω τι (ἀναγκαζόμενος ὑφ’ ἑτέρου). 1) ὑπὸ τῆς μοίρας (ἴδε Nitzsch εἰς Ὀδ. Α. 232), εἶμαι ὡρισμένος ἢ προωρισμένος νὰ πράξω ἢ νὰ εἶμαι..., τὰ φρονέοντ’ ἀνὰ θυμὸν ἅ ῥ’ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον, [[ἅπερ]] δὲν ἦσαν προωρισμένα νὰ γίνωσι, Ἰλ. Β. 36· [[τάχα]] δ’ ἀνστήσεσθαι ἔμελλεν, ἦτο προωρισμένον [[ταχέως]] νὰ σηκωθῇ, [[αὐτόθι]] 694· [[ἐπεὶ]] οὐκ ἄρ’ ἔμελλον ἐγώγε, νοστήσας [[οἶκόνδε]]... εὐφρανέειν ἄλοχον Ε. 686· ἔμελλον ἔτι ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ πολλῇ, ἦτο πεπρωμένον νὰ ζήσω ἀκόμη ἐν πολλῇ δυστυχίᾳ, Ὀδ. Η. 270· καὶ γὰρ ἐγώ ποτ’ ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν [[ὄλβιος]] [[εἶναι]], ἔμελλον νὰ εἶμαι [[εὐτυχής]], Σ. 138· μέλλεν ποτὲ [[οἶκος]] ἀφνειὸς ἔμμεναι Α. 232· - ὅυτω παρ’ Ἀττ., καταλειπομένης τῆς ἐννοίας τοῦ πεπρωμένου, εἰ μέλλει [[πόλις]] [[εἶναι]], ἐὰν πρόκειται νὰ [[εἶναι]] [[πόλις]], Πλάτ. Πρωτ. 324Ε· εἰ ἐμέλλομεν... ἀνοίσειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 75Β, κτλ. 2) κατὰ τὴν θέλησιν ἑτέρου (σπανιώτατα) περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι, ἔμελλον νὰ ἀγωνισθῶσι... κατὰ διαταγὴν τῶν Ἠλείων, Ἰλ. Λ. 700. 3) πρὸς δήλωσιν συμπεράσματος ἐξαγομένου ἐκ τῶν προηγουμένων, [[οἷον]], [[μέλλω]] που ἀπεχθέσθαι Διὶ πατρί, «[[ἔοικα]] [[δήπου]] μισητὸς [[εἶναι]] τῷ Διῒ πατρὶ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 83· κελευσέμεναι δέ σ’ ἔμελλε [[δαίμων]], «προτρέψαι δέ σε [[ἐῴκει]] ὁ Θεός» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 274· [[μέλλω]] ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, «ἀλλὰ [[ἔοικα]] ἡμαρτηκέναι εἰς τοὺς θεοὺς» (Σχόλ.), [[αὐτόθι]] 377· εἰ δ’ οὕτω τοῦτ’ ἔστιν, ἐμοὶ μέλλει φίλον [[εἶναι]], ἐμοὶ προσφιλὲς ἔοικεν ἢ φαίνεται [[εἶναι]], Ἰλ. Α. 564, πρβλ. Β. 116, κ. ἀλλ. 4) πρὸς δήλωσιν ἰσχυρᾶς πιθανότητος, ὅτε δύναται [[συχνάκις]] νὰ ἑρμηνευθῇ διὰ τοῦ «πιθανὸν [[εἶναι]] νά...» ἢ δι’ ἐπιρρήματος, πιθανῶς..., κτλ., τὰ δὲ μέλλετ’ ἀκουέμεν, «[[ταῦτα]] δὲ εἰκὸς ὑμᾶς ἀκηκοέναι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 125· καὶ πατέρων τάδε μέλλετ’ ἀκουέμεν, καὶ παρὰ τῶν γονέων σας πιθανὸν νὰ τὰ ἠκούσατε, Ὀδ. Δ. 94· μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι, πιθανὸν σὺ νὰ τὸν ἐγνώρισες, Δ. 200· ὅθι που μέλλουσιν ἄριστοι βουλὰς βουλεύειν, [[ὅπου]] πιθανῶς οἱ ἄριστοι συσκέπτονται, Ἰλ. Κ. 326· εἰ αἰεὶ δὴ μέλλοιμεν ἀγήρω τ’ ἀθανάτω τε ἔσεσθ’, ἐὰν μέλλωμεν νά..., Μ. 323· καὶ μὲν δή πού τις μέλλει βροτὸς ἀνδρὶ τελέσσαι, πῶς δή ἔγωγ’... οὐκ ὄφελον Τρώεσσι κακὰ ῥάψαι; ἀφοῦ τῷ ὄντι θνητὸς [[ἄνθρωπος]] φροντίζει νὰ βλάψῃ τὸν ὅμοιόν του, πῶς λοιπὸν ἐγὼ νὰ μή..., Ἰλ. Σ. 362· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐμέλλετ’ ἆρα πάντες ἀνασείειν βοήν, τὸ ἐνόμιζα ὅτι ὅλοι σας θὰ ἐκάμνετε βοήν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 347. ΙΙΙ. δηλῶ [[ἁπλῶς]] σκοπὸν ἢ πρόθεσιν, [[πάντοτε]] [[σκοπεύω]] νὰ πράξω τι χωρὶς νὰ [[πράττω]] αὐτὸ ποτέ, [[ἑπομένως]], [[βραδύνω]], [[ἀναβάλλω]], [[διστάζω]], ἀργοπορῶ, μόνον παρ’ Ἀττ. οἱ ὁποῖοι ἔχουσι καὶ [[μέσον]] τύπον μέλλομαι ἀκριβῶς [[μετὰ]] τῆς σημασίας τοῦ ἐνεργ. (ἴδε κατωτ. 6. ἐν τέλ.) ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς ἐννοίας ἀείποτε συντάσσεται μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., τί μέλλετε... στορνύναι; Αἰσχύλ. Ἀγ. 908, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 678, Ο. Κ. 1627, κτλ.· [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τοῦ μὴ οὐ, Αἰσχύλ. Πρ. 627, Σοφ. Αἴ. 540, Ἀριστοφ. Ἀχ. 319· [[μετὰ]] τοῦ μή, τί μέλλομεν... μὴ πράσσειν; Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 1209· - ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας σπανίως μετ’ ἀπαρ. ἀορ., Εὐρ. Φοίν. 300, Ρῆσ. 673· [[οὐδέποτε]] δὲ [[μετὰ]] μέλλοντος, Ἔλμσλ. καὶ Ἕρμανν. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1209· - ἀλλὰ τὸ ἀπαρέμφ. [[συχνάκις]] παραλείπεται, τί μέλλεις; τί βραδύνεις; τί ἀργοπορεῖς; Αἰσχύλ. Πρ. 36, πρβλ. Πέρσ. 407, Ἀγ. 908, 1353, Θουκ. 8. 78, κτλ.· τί μέλλετε; Σοφ. Ἀποσπ. 776· μακρὰ μ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 219· μέλλον τι... [[ἔπος]], [[λόγος]] ὃν διστάζει τις νὰ εἴπῃ, Εὐριπ. Ἴων 1002. IV. [[μέλλω]] [[συχνάκις]] εὕρηται [[ἄνευ]] τοῦ ἀπαρεμφ., ὅτε τὸ ρῆμα ἀμέσως προηγεῖται ἢ ἕπεται, τὸν υἱὸν ἐόρακας [[αὐτοῦ]]; Ἀπόκρ. τί δ’ οὐ [[μέλλω]]; διὰ τί νὰ μὴ τὸν [ἔχω ἰδεῖ]; ἤ: «πῶς ὄχι;» δηλ. βεβαίως τὸν ἔχω ἰδεῖ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 6· τί δ’ οὐ μέλλει, [[εἴπερ]] γε δρᾷ αὐτό; Πλάτ. Πολ. 605C· οὕτω, πῶς γὰρ οὐ μέλλει; ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 78Β, κτλ.· ἀλλὰ τί [[μέλλω]]; ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 349D, Ἱππ. Ἐλάττ. 373D· οὕτω καὶ [τὰ μὲν] πάσχουσι, τὰ δὲ μέλλουσι [πάσχειν] Αἰσχύλ. Πέρσ. 814, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 551· οὐδέν... οὐδὲ ἐπάθετε οὐδὲ ἐμελλήσατε Θουκ. 3. 55· οὔτ’ ἐμὲ ἀπέφηνεν ἡ βουλὴ οὔτ’ ἐμέλλησεν Δείναρχ. 96. 26, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 148Ε, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 23. - Οὕτως [[ἐνίοτε]] τὸ [[μέλλω]] φαίνεται συντασσόμενον μετ’ αἰτ., ἥτις [[ὅμως]] πράγματι ἀποδίδοται εἰς τὸ παραλειπόμενον ἀπαρέμφ., τὸ μέλλειν ἀγαθὰ (ἐξυπ. πράσσειν), ἡ [[προσδοκία]] καλῶν πραγμάτων, Εὐριπ. Ὀρ. 1182, πρβλ. Ι. Α. 1118· - [[ἐντεῦθεν]] ἡ μετοχὴ μέλλων κεῖται [[συχνάκις]] ἰδίως παρ’ Ἀττ. [[ἄνευ]] τῆς ἀπαρ. ([[ἔνθα]] δύναται νὰ ὑπονοηθῇ τὸ [[εἶναι]] ἢ γίγνεσθαι), ὁ μ. [[χρόνος]] Πινδ. Ο. 10 (11). 9, Αἰσχύλ. Πρ. 838, Πλάτ. Θεαίτ. 178Ε· (παρὰ Γραμμ. ὁ μέλλων [[εἶναι]] ὁ ῥηματικὸς [[τύπος]] ὁ δηλῶν τὸ μέλλον)· ἡ μ. [[αὐτοῦ]] [[δύναμις]], ὁ αὐτ. ἐν. Πολ. 494C: ἰδίως ἐν τῷ οὐδετ., τὸ μέλλον, τὰ μέλλοντα, τὰ μέλλοντα νὰ συμβῶσι, τὸ [[ἀποτέλεσμα]], τὸ συμβησόμενον, Πινδ. Ο. 2. 103, Αἰσχύλ. Πρ. 102, Θουκ. 1. 138., 4. 71, Πλάτ., κλ.· ἀλλὰ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἁπλῶς]] γενησόμενον (τὸ ἐσόμενον), Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ ὕπν. μαντικῆς 2, 4, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 2. 11, 2· εἰς τὸ μέλλον (δηλ. [[ἔτος]]) Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιγ΄, 9, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 14, Μοῖρ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. [[νέωτα]]· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ., τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται, τὰ ἰσχυρότατα ὑμῶν ἐπιχειρήματα [[εἶναι]] ἐλπίδες τοῦ μέλλοντος, Θουκ. 5. 111· - [[ἀλλά]], V. τὸ μέλλομαι φαίνεται ὡς νὰ [[εἶναι]] καὶ πράγματι παθητικόν, ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα, [[ὅπως]] μὴ ἀναβάλλωνται εἰς τὸ μέλλον τὰ δέοντα, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 47· ἐν ὅσῳ [[ταῦτα]] μέλλεται, ἐν ὅσῳ ἐξακολουθοῦσιν αἱ ἀναβολαὶ αὗται, Δημ. 50. 23 (κοινῶς: μέλλετε): μετοχ. παρακ. μεμελλημένος μόνον παρὰ Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἔμελλον, <i>att.</i> [[ἤμελλον]], <i>f.</i> [[μελλήσω]], <i>ao.</i> ἐμέλλησα, <i>rar.</i> ἠμέλλησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> être sur le point de : οἰκόνδε νέεσθαι OD être sur le point de retourner dans sa patrie ; δῃώσειν τὴν γῆν THC être sur le point de ravager le territoire ; [[τι]] παθεῖν XÉN être sur le point de souffrir qch ; <i>qqf avec l’inf. s.-e.</i> : ὅ [[τι]] μέλλετε εὐθὺς πράττετε THC ce que vous êtes sur le point de faire, <i>ou</i> ce que vous avez l’intention de faire, faites-le tout de suite;<br /><b>II. 1</b> être en situation de, être destiné à, devoir : ἅ ῥ’ [[οὐ]] τελέεσθαι ἔμελλε IL choses qui ne devaient point s’accomplir ; καὶ γὰρ [[ἐγώ]] ποτ’ ἔμελλον [[ἐν]] ἀνδράσιν [[ὄλβιος]] [[εἶναι]] OD car j’étais destiné à être heureux parmi les hommes ; [[τί]] δ’ [[οὐκ]] ἔμελλον (<i>en s.-e. un verbe exprimé précédemment</i>) SOPH pourquoi non ? sans contredit ; χρόνῳ ἔμελλέ σ’ ἀποφθίσαι SOPH avec le temps il devait te faire périr ; <i>en ce sens il équivaut qqf à notre</i> « il se peut que, peut-être » : μέλλεις δὲ σὺ [[ἴδμεναι]] OD tu dois le savoir, peut-être le sais-tu;<br /><b>2</b> être à venir, devoir arriver : <i>abs.</i> ἔμελλε SOPH cela devait être, cela était à prévoir ; τὸ μέλλον [[ἔστω]] SOPH que ce qui doit arriver s’accomplisse ; ὁ μέλλων [[χρόνος]], le temps à venir ; <i>t. de gramm.</i> le futur ; τὸ μέλλον, l’avenir, le temps <i>ou</i> les choses à venir ; <i>t. de gramm.</i> le futur;<br /><b>III.</b> hésiter, différer, tarder : [[τί]] μέλλεις ; ESCHL que tardes-tu ? avec μὴ [[οὐ]] : μ. μὴ [[οὐ]] SOPH tarder à, différer de ; <i>Pass.</i> τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται THC vos plus fortes ressources sont des espérances dans l’avenir ; [[ὡς]] μὴ μέλλοιτο ἀλλὰ περαίνοιτο τὰ δέοντα XÉN pour que l’on achevât sans différer ce que l’on devait faire.<br />'''Étymologie:''' R. Μερ, attendre ; cf. mora.
}}
}}