βρωτέος: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(big3_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρωτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ φάγη, Λουκ. Παρασ. 9. | |lstext='''βρωτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ φάγη, Λουκ. Παρασ. 9. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[comestible]], [[que se puede comer]] ζῴα Eus.<i>PE</i> 7.6.3<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ β. [[lo comestible]] παρασιτική ἐστιν τέχνη ποτέων καὶ βρωτέων Luc.<i>Par</i>.9, cf. Porph.<i>Abst</i>.2.10. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 21 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A to be eaten, Luc.Par.9, Porph.Abst.2.10. 2 βρωτέον one must eat, Muson.Fr.18 B p.105 H.; ἀνθρώποις β. ταῦτα Porph.Abst.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
βρωτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ φάγη, Λουκ. Παρασ. 9.
Spanish (DGE)
-α, -ον
comestible, que se puede comer ζῴα Eus.PE 7.6.3
•subst. τὸ β. lo comestible παρασιτική ἐστιν τέχνη ποτέων καὶ βρωτέων Luc.Par.9, cf. Porph.Abst.2.10.