θεοπρόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(6_19)
 
(17)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεοπρόβλητος''': -ον, ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἐκλελεγμένος, Θεοφύλ. 2, 677, Ἄννα Κομν. 408. 412.
|lstext='''θεοπρόβλητος''': -ον, ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἐκλελεγμένος, Θεοφύλ. 2, 677, Ἄννα Κομν. 408. 412.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[θεοπρόβλητος]], -ον)<br />(για ιερωμένους και ηγεμόνες) ο [[εκλεκτός]] του θεού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόβλητος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>-[[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εθνο</i>-[[πρόβλητος]], <i>λαο</i>-[[πρόβλητος]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

θεοπρόβλητος: -ον, ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἐκλελεγμένος, Θεοφύλ. 2, 677, Ἄννα Κομν. 408. 412.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ θεοπρόβλητος, -ον)
(για ιερωμένους και ηγεμόνες) ο εκλεκτός του θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πρόβλητος (< προ-βάλλω), πρβλ. εθνο-πρόβλητος, λαο-πρόβλητος.