θεοπρόβλητος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek (Liddell-Scott)

θεοπρόβλητος: -ον, ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἐκλελεγμένος, Θεοφύλ. 2, 677, Ἄννα Κομν. 408. 412.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ θεοπρόβλητος, -ον)
(για ιερωμένους και ηγεμόνες) ο εκλεκτός του θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πρόβλητος (< προ-βάλλω), πρβλ. εθνοπρόβλητος, λαοπρόβλητος.