συντομουργός: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(6_18)
 
(40)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντομουργός''': -όν, ὁ συντόμως ἐργαζόμενος, Πισίδ.
|lstext='''συντομουργός''': -όν, ὁ συντόμως ἐργαζόμενος, Πισίδ.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Μ<br />αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, κομψοτεχνήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύντομος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀγαθ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

συντομουργός: -όν, ὁ συντόμως ἐργαζόμενος, Πισίδ.

Greek Monolingual

-όν, Μ
αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, κομψοτεχνήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντομος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ἀγαθ-ουργός].