ποταμείβομαι: Difference between revisions

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
(6_6)
 
(Bailly1_4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποταμείβομαι''': Δωρ. = [[προσαμείβομαι]], Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr.
|lstext='''ποταμείβομαι''': Δωρ. = [[προσαμείβομαι]], Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr.
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[προσαμείβομαι]].<br />'''Étymologie:''' dor. [[ποτί]]=[[πρός]], ἀμείβομαι.
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ποταμείβομαι: Δωρ. = προσαμείβομαι, Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr.

French (Bailly abrégé)

dor. c. προσαμείβομαι.
Étymologie: dor. ποτί=πρός, ἀμείβομαι.